Η θεωρία της προσκόλλησης παιδιού – γονέα (attachment) εισήχθη αρχικά από τον Βρετανό ψυχίατρο και ψυχαναλυτή, Bowlby, και αναφέρεται στον συναισθηματικό δεσμό που χαρακτηρίζεται από την τάση του μικρού παιδιού για διατήρηση εγγύτητας προς μια συγκεκριμένη γονεϊκή φιγούρα, η οποία του δημιουργεί την αίσθηση ασφάλειας ιδιαίτερα κατά τη διάρκεια στρεσογόνων καταστάσεων.
Μετά τη γέννα, το βρέφος νιώθει συχνά ανησυχία και απειλή λόγω των νέων εμπειριών που συναντάει στην εξωμήτρια ζωή. Όταν αισθάνεται έτσι, κλαίει και επιζητά ασφάλεια και ανακούφιση από τα πρόσωπα φροντίδας τους. Ο τρόπος που ο γονέας ανταποκρίνεται στα μηνύματα που στέλνει το βρέφος (ως αντίδραση σ’ αυτό που εκλαμβάνει ως δυσφορία, αναστάτωση, φόβο, κλπ.) αποτελεί τη βάση για το είδος του δεσμού που θα αναπτυχθεί ανάμεσα στο παιδί και τον γονέα.
Όταν η μητέρα (ή ο γονέας) παρουσιάζεται σταθερά διαθέσιμη, ανταποκρίνεται σε σημαντικό βαθμό και με ευαισθησία στις βιολογικές και συναισθηματικές ανάγκες του μωρού της και είναι δεκτική απέναντι στη δυσφορία του, τότε αναπτύσσεται ένας ασφαλής δεσμός μεταξύ τους. Η σταθερή ανταπόκριση της μητέρας δείχνει στο βρέφος ότι εκείνη έχει λάβει το μήνυμα και προτίθεται να κάνει κάτι για αυτό άμεσα, να δώσει χρόνο, χώρο και προσοχή στη σχέση τους. Αντίθετα αν το πρόσωπο φροντίδας παραμελεί ή απορρίπτει τις ανάγκες του μωρού, δεν είναι σταθερά διαθέσιμο ή αντιδρά απρόβλεπτα στα μηνύματά του (άλλοτε με έγνοια και άλλοτε με αδιαφορία), τότε ο δεσμός διαταράσσεται. Το μωρό οδηγείται τότε σε μια κατάσταση μόνιμης ανασφάλειας και αμφιθυμίας απέναντι στην αναζήτηση εγγύτητας (άλλοτε αναζητά με αγωνία την επαφή με τη μητέρα και άλλοτε απομακρύνεται από αυτήν), συνεχούς αγωνίας και άγχους για αναζήτηση εγγύτητας από άλλους ή συναισθηματικής αποστασιοποίησης.
Για να μπορέσει η μητέρα να ανταποκριθεί κατάλληλα στις ανάγκες του μωρού της, πρέπει να είναι σε θέση να ‘ακούσει’, να αφουγκραστεί αυτές τις ανάγκες και να προσπαθήσει να αποκωδικοποιήσει τα μηνύματα του μωρού. Να δοκιμάσει τρόπους να ανακουφίσει τη δυσφορία του, να ακολουθήσει και να σεβαστεί τα σήματα που της στέλνει το μωρό της και να ‘διαπραγματευτεί’ μαζί του. Ασφαλώς, η μητέρα δεν θα είναι πάντα σε θέση να συντονιστεί με τις ανάγκες του μωρού της, είτε λόγω πρακτικών δυσκολιών είτε λόγω των δικών της περιορισμών. Όμως, αν όταν βρίσκεται με το μωρό της, δείχνει τη σταθερή διαθεσιμότητά της για επικοινωνία και τη διάθεσή της να ‘επανορθώσει’ για τις αναμενόμενες ‘ρήξεις’, τότε θα αναπτυχθεί ο δεσμός μεταξύ τους.
Ο δεσμός θα χτιστεί πάνω στη βάση της ποιότητας της επικοινωνίας μητέρας – βρέφους, επικοινωνία που δεν μετριέται τόσο ποσοτικά αλλά κυρίως ποιοτικά. Η άμεση ανταπόκριση -στο μέτρο του εφικτού και αναμενόμενου- στο κλάμα αλλά και η δέρμα με δέρμα επαφή, ο θηλασμός, η χρήση μάρσιππου και άλλες συμπεριφορές που στοχεύουν στην εγγύτητα μητέρας – βρέφους ενισχύουν την ανάπτυξη αυτού του δεσμού.
Μέσω του δεσμού, το βρέφος επιζητά την εγγύτητα και την ασφάλεια. Στον ασφαλή δεσμό, το ασφαλές περιβάλλον εσωτερικεύεται από το παιδί και επηρεάζει θετικά την ψυχοσυναισθηματική του ανάπτυξη. Σταδιακά, το μικρό παιδί, έχοντας εσωτερικεύσει αυτή την ασφάλεια, θα μπορέσει να απομακρυνθεί από τους αγαπημένους, οικείους ενήλικες για να εξερευνήσει τον κόσμο γύρω του, γνωρίζοντας όμως ότι υπάρχει η ‘ασφαλής βάση’ στην οποία μπορεί να επιστρέψει όταν το χρειάζεται.
Τέλος, ο υγιής δεσμός με το βρέφος θα χτιστεί όταν οι γονείς ανταποκρίνονται κατάλληλα στις ανάγκες του, ενώ παράλληλα δίνουν προσοχή και στις δικές τους ανάγκες. Σωστή ανταπόκριση δεν σημαίνει απόλυτη και αποκλειστική κάλυψη των αναγκών του παιδιού και παραμέληση των αναγκών των γονέων. Σταδιακά, μια σωστή ισορροπία στην ανταπόκριση στις ανάγκες όλης της οικογένειας θα έχει μακροπρόθεσμα οφέλη για όλους.
Για το In Life care center,
Φανή Χονδρού,
Ψυχολόγος, Ψυχοθεραπεύτρια, MSc, PhD